Ἡ μαστογραφία εἶναι μία εἰδική ἀκτινογραφία τοῦ μαστοῦ (2 λήψεις γιά κάθε μαστό).

Σέ μία μαστογραφία ἀναζητοῦμε εἴτε ἕνα πιθανό μόρφωμα τοῦ μαστοῦ (μία μᾶζα), πού δέν εἶναι ἀντιληπτό μέ τήν ψηλάφηση, εἴτε ἀποτιτανώσεις (ἐναπόθεση ἁλάτων ἀσβεστίου). Οἱ ἀποτιτανώσεις μπορεῖ νά εἶναι:

  • μακροσκοπικές (50% τῶν γυναικῶν ἄνω τῶν 50 ἐτῶν καί 10% ὅλων τῶν γυναικῶν ἔχουν μακροσκοπικές ἀποτιτανώσεις, συνήθως καλοήθεις)
  • μικροσκοπικές (ἡ ἀναζήτηση μικροαποτιτανώσεων εἶναι ὁ βασικώτερος λόγος πού χρειαζόμαστε τίς μαστογραφίες καί ἡ ἐκτίμησή τους εἶναι θέμα τοῦ χειρουργοῦ μαστοῦ γιατί εὔκολα ὁδηγοῦν σέ ὑπερδιάγνωση, ὅπως θά ἀναφέρουμε ἀργότερα)
  • ἀγγειακές ἀποτιτανώσεις (πάχυνση τοῦ τοιχώματος τῶν ἀγγείων). Στήν περίπτωση αὐτή συστήνουμε καρδιολογική ἐκτίμηση διότι περίπου 20% τῶν γυναικῶν ἡλικίας 40-60 ἐτῶν μέ ἀγγειακές ἀποτιτανώσεις θά ἔχουν στεφανιαῖα νόσο ἤ διαταραχές λιπιδίων, ἀκόμη καί χωρίς συμπτώματα στηθάγχης

Ὅπως μέ ὅλες τίς ἐξετάσεις, ὑπάρχουν πλεονεκτήματα καί μειονεκτήματα ἀπό τήν χρήση τῆς μαστογραφίας γιά τήν ἔγκαιρη διάγνωση τοῦ καρκίνου τοῦ μαστοῦ. Στίς περισσότερες περιπτώσεις ἡ μαστογραφία δέν μπορεῖ νά μᾶς πληροφορήσει ἄν μία μᾶζα εἶναι συμπαγής ἤ κυστική. Ὀζίδια τοῦ μαστοῦ πού βρίσκονται πίσω ἀπό τήν θηλή μποροῦν εὔκολα νά μήν γίνουν ἀντιληπτά μέ τήν μαστογραφία. Ὑπολογίζεται ὅτι, 6% μέ 46% τῶν γυναικῶν μέ διηθητικό καρκῖνο μαστοῦ μπορεῖ νά ἔχουν ἀρνητική γιά εὑρήματα μαστογραφία, εἰδικά νέες γυναῖκες, μέ πυκνούς μαστούς καί βλεννώδεις, λοβιακούς ἤ ταχέως ἀναπτυσσόμενους ὄγκους.

Σέ μία μελέτη ἀπό τήν Ἀγγλία, ἡ εὐαισθησία τῆς μαστογραφίας ἔφθασε τό 82.2% σέ λιπώδεις μαστούς ἀλλά ἔπεσε στό 24% στίς γυναῖκες μέ πολυοζώδεις, πυκνούς μαστούς.

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/19485945

Ὁ συνδυασμός τῆς μαστογραφίας μέ τήν ψηλάφηση βελτιώνει τήν εὐαισθησία τῆς ἐξέτασης ἀλλά στίς περισσότερες μελέτες αὐτή δέν ξεπερνᾶ τό 82%. Τό μέσο μέγεθος τῶν ὄγκων πού διαπιστώθηκαν, μέ τόν συνδυασμό ἐτήσιας μαστογραφίας καί ψηλάφησης, σέ μία ἔρευνα 25 ἐτῶν στόν Καναδᾶ ἦταν 19.1 χιλιοστά, ἀπό αὐτούς δέ τούς ὄγκους μόνο τό 30% ἦταν ἀψηλάφητοι (δηλαδή βρέθηκαν μόνο μέ τήν μαστογραφία), μέ μέσο μέγεθος 14 χιλιοστά.

http://www.bmj.com/content/348/bmj.g366

Στήν Ἀγγλία, ὅπου γίνεται ἐτήσια ψηλάφηση καί μαστογραφία κάθε τρία χρόνια, τό 47% τῶν ὄγκων πού διαγιγνώσκονται εἶναι μεγέθους μεγαλύτερου τῶν 15 χιλιοστῶν

http://www.ncin.org.uk/publications/data_briefings/screen_detected_breast_cancer.

Τελευταῖα διεξάγεται μεγάλη συζήτηση ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀξία τῆς μαστογραφίας. Μία πρόσφατη βιβλιογραφική συστηματική ἔρευνα ἀπό τήν Ἐλβετία

http://www.medical-board.ch/fileadmin/docs/public/mb/medienmitteilungen/2014-02-02_Medienmitteilung_Bericht_Mammographie-Screening_def.pdf

δίνει ἔμφαση στίς ἀνεπιθύμητες ἐπιπτώσεις τῆς μαστογραφίας (ψευδῶς θετικά εὑρήματα καί ὑπερδιάγνωση), καί γιά πρώτη φορά προτείνεται ἡ κατάργηση τῆς μαστογραφίας. Ὁ ὅρος «ψευδῶς θετικό» εὕρημα ἀναφέρεται σέ παθολογική μαστογραφία σέ μία γυναῖκα, ἡ ὁποῖα τελικά δέν ἔχει καρκῖνο. Ἡ ὑπερδιάγνωση ἀναφέρεται στήν διάγνωση ἐντοπισμένου, μή διηθητικοῦ καρκίνου ἤ προκαρκινικῶν μορφῶν πού, ἄν ἔμεναν χωρίς καμμία ἀντιμετώπιση, δέν θά ἔδιναν ποτέ μεταστάσεις καί ἄρα δέν θά ἀποτελοῦσαν κίνδυνο γιά τήν ζωή τῆς ἀσθενοῦς.

Οἱ καρκῖνοι αὐτοί δέν θά εἶχαν διαγνωσθεῖ χωρίς τόν συστηματικό ἔλεγχο μέ μαστογραφία. Τά ψευδῶς θετικά εὑρήματα ὁδηγοῦν σέ επανειλημμένες μαστογραφίες (μεγεθυντικές λήψεις) καί  περιττές βιοψίες ἐνῶ ἡ ὑπερδιάγνωση ὁδηγεῖ σέ περιττές θεραπεῖες καί μεγάλη ἀναστάτωση τῆς ζωῆς τῶν γυναικῶν αὐτῶν. Στήν καθημερινή πράξη ὑπάρχει πάντοτε ἕνα ποσοστό ὑπερδιάγνωσης, λόγῳ τοῦ ὅτι, εἶναι ἀδύνατο γιά ἕναν ἰατρό νά προβλέψει ἄν ἕνας πρώϊμος, ἐντοπισμένος καρκῖνος πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν μαστογραφία θά παραμείνει χωρίς συμπτώματα ἤ θά ἐξελιχθεῖ . Σέ νεκροτομικές μελέτες πού ἔγιναν πρίν ἀπό τήν ευρεῖα διάδοση τῆς μαστογραφίας (ἡ χρήση τῆς μαστογραφίας ἔχει αὐξηθεῖ κατά 250% ἀπό τό 1987 καί μετά) βρέθηκε ὅτι, ἕνα ποσοστό 8.9% τῶν γυναικῶν εἶχαν ἐντοπισμένο, πορογενές μή διηθητικό καρκίνωμα μαστοῦ (DCIS) πού δέν διαγνώσθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους.

http://annals.org/article.aspx?articleid=710995

Χαρακτηριστικό εἶναι ἐπίσης ὅτι, ἐνῶ τό ποσοστό τῶν διηθητικῶν καρκίνων παραμένει ἀπό τό 1987 περίπου σταθερό, τό ποσοστό τῶν ἐντοπισμένων, μή διηθητικῶν καρκίνων ἔχει αὐξηθεῖ κατά 200%. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK32570/

Μία στίς πέντε περιπτώσεις καρκίνου μαστοῦ πού ἀνακαλύπτεται μέ μαστογραφία εἶναι πορογενές, μή διηθητικό καρκίνωμα μαστοῦ (DCIS), καί ἀπό αὐτά μόνο ἕνα μικρό ποσοστό θά ἐξελιχθεῖ πρός διηθητικό καρκῖνο μαστοῦ. Προκειμένου νά ἀποσαφηνισθεῖ ἡ συνεισφορά τῆς μαστογραφίας στά προγράμματα πληθυσμιακοῦ ἐλέγχου, ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμός Ὑγείας πρότεινε τήν σύγκριση τῆς θνητότητος τῶν γυναικῶν πού βρίσκονται  σέ πρόγραμμα ἐτήσιας μαστογραφίας μέ ἐκείνων πού κάνουν ἐξατομικευμένο ἰατρικό ἔλεγχο ὑψηλῆς ποιότητος. Νεώτερες, πολυετεῖς μελέτες ἀμφισβητοῦν τήν συνεισφορά τῆς ἐτήσιας μαστογραφίας, πού γίνεται στά πλαίσια τοῦ πληθυσμιακοῦ ἐλέγχου, στήν ἐλάττωση τῆς θνητότητος ἀπό καρκῖνο μαστοῦ

http://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(06)69834-6/fulltext

http://www.bmj.com/content/348/bmj.g366

Στίς ἔρευνες αὐτές τεκμηριώνεται ἡ ἄποψη ὅτι, κατά μεγάλο μέρος, ἡ βελτιωμένη ἐπιβίωση πού ἔχει παρατηρηθεῖ στίς γυναῖκες πού κάνουν ἐτήσια μαστογραφία ἀπό τήν ἡλικία τῶν 40 – 74 ἐτῶν, δέν ὀφείλεται τόσο στήν ὑπέρτερη ἀξία τῆς μαστογραφίας, σέ σχέση μέ τήν κλινική ἐξέταση, ὅσο στό μεγάλο ποσοστό ὑπερδιάγνωσης, διάγνωσης δηλαδή μέ την μαστογραφία “καρκίνων” πού, οὕτως ἤ ἄλλως, δέν θά προκαλοῦσαν τόν θάνατο τῶν ἀσθενῶν ἄν ἔμεναν χωρίς καμμία ἀντιμετώπιση.

Ἡ μαστογραφία εἶναι μία ἀκτινογραφία μέ ὡρισμένες ἰδιαιτερότητες . Γιά νά εἶναι σωστή πρέπει νά μᾶς δώσει τήν καλύτερη δυνατή ἀπεικόνιση τῆς ἀνατομίας τοῦ μαστοῦ, μέ τήν λιγώτερη δυνατή δόση ἀκτινοβολίας στήν ἀσθενῆ. Αὐτό πού χρειάζεται εἶναι:

Εὐαισθησία ἀντίθεσης (contrast sensitivity). Ἡ εὐαισθησία ἀντίθεσης μιᾶς ἀπεικονιστικῆς μεθόδου καθορίζει τήν δυνατότητά μας νά διακρίνουμε ἀνατομικά μέρη τοῦ σώματος μέ χαμηλή φυσική ἀντίθεση. Στόν μαστό, τά παθολογικά εὑρήματα ἔχουν τήν μορφή, εἴτε μαζῶν μαλακῶν μορίων μέ πυκνότητα παρόμοια μέ τοῦ λιπώδους ὑποστρώματος τοῦ μαστοῦ, εἴτε τήν μορφή μικροαποτιτανώσεων, ὅπου ἐπίσης ἀπαιτεῖται μεγάλη εὐαισθησία ἀντίθεσης. Ὁ βαθμός τῆς εὐαισθησίας ἀντίθεσης πού ἀπαιτεῖται γιά μία καλή ἀπεικόνιση ἐξαρτᾶται ἀπό τόν βαθμό τῆς φυσικῆς ἀντιθέσεως στό συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ σώματος, πχ οἱ ἀκτινογραφίες θώρακος, λόγω τῆς μεγάλης φυσικῆς ἀντιθέσεως στήν πυκνότητα μεταξύ τῶν δομῶν τοῦ πνεύμονος (πού εἶναι γεμᾶτος μέ ἀέρα) καί τῶν ὁστῶν, ἀπαιτοῦν χαμηλή εὐαισθησία ἀντίθεσης

Διεισδυτικότητα.  ’Ανάλογα μέ τόν βαθμό πού τά διάφορα ἀνατομικά μέρη τοῦ σώματος ἀπορροφοῦν τίς ἀκτῖνες -Χ πού περνοῦν ἀπό μέσα τους, δημιουργεῖται πίσω τους μία «σκιά» μέ διαφορετική ἀντίθεση. Καθώς αὐξάνεται ἡ διεισδυτικότητα μιᾶς ἀκτινοβολίας πού περνᾶ μέσα ἀπό ἕνα ἀντικείμενο, ἐλαττώνεται ἡ «σκιά» τοῦ ἀντικειμένου.  Ἡ διεισδυτικότητα μέσω τῶν μαλακῶν ἱστῶν τοῦ σώματος γενικά αὐξάνει μέ τήν αὔξηση τῆς ἐνέργειας τῶν φωτονίων τῆς ἀκτινοβολίας. Ἑπομένως, ἡ ἀντίθεση αὐξάνει μέ τήν χρήση ἀκτινοβολίας φωτονίων χαμηλῆς ἐνέργειας. Τό θέμα πού προκύπτει εἶναι ὅτι, καθώς ἐλαττώνεται ἡ διεισδυτικότητα τῆς ἀκτινοβολίας, αὐξάνεται ἡ ραδιενεργός δόση πού ἀπορροφᾶται ἀπό τόν μαστό

Γιά νά ἔχουμε μία καλή μαστογραφία ὑπάρχουν δύο προϋποθέσεις μέ ἀντίθετες ἀπαιτήσεις. Χρειαζόμαστε σχετικά χαμηλή διεισδυτικότητα, ὥστε νά αὐξήσουμε τήν ἀντίθεση καί ὑψηλή διεισδυτικότητα, ὥστε νά ἐλαττώσουμε τήν δόση καί τόν χρόνο τῆς ἀκτινοβολήσεως τοῦ μαστοῦ. Ἡ ἰσορροπία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν χρήση φωτονίων χαμηλῆς ἐνέργειας (περίπου 30 kV), ἐν ἀντιθέσει μέ τήν άκτινογραφία θώρακος ὅπου, γιά νά ἐπιτύχουμε χαμηλή εὐαισθησία ἀντίθεσης χρησιμοποιοῦνται ἀκτῖνες Χ μέ μεγάλη διεισδυτική ἱκανότητα (μεγάλη ἐνέργεια φωτονίων 120 kV). Ἡ ἱδανική ἐνέργεια φωτονίων γιά κάθε μαστό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πυκνότητα καί τό μέγεθος τοῦ μαστοῦ. Γιά μεγαλύτερους καί πυκνότερους μαστούς ἀπαιτεῖται μεγαλύτερη ἐνέργεια φωτονίων.

Ὁ τελικός σκοπός τῆς μαστογραφίας δέν εἶναι νά προσαρμοσθοῦν τά μηχανήματα καί ἡ τεχνική ἔτσι, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ μικρότερη δόση ἀκτινοβολίας στόν μαστό, ἀλλά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαραίτητη ποιότητα εἰκόνας (διακριτική εὐαισθησία καί ἀπεικόνιση τῆς λεπτομέρειας), χωρίς τήν χρήση περιττῆς ἔκθεσης τῆς γυναίκας. Ἡ μέση δόση ἀκτινοβολήσεως τοῦ ἀδένα τοῦ μαστοῦ (mean glandular dose) γιά κάθε ἀναλογική μαστογραφία τεσσάρων λήψεων (ἀποτυπωμένη σέ φίλμ) ὑπολογίζεται σέ 0,48 mSv.

Ἡ ψηφιακή μαστογραφία, μέ τήν ὁποῖα μπορεῖ νά αὐξομειωθεῖ μέ ψηφιακό τρόπο ἡ ἀντίθεση μέ ἀποτέλεσμα τήν βελτιστοποίηση τῆς εἰκόνας, ἐναποθέτει ἕως 22% λιγώτερη ἀκτινοβολία στόν μαστό σέ κάθε λήψη, σέ σχέση μέ τήν ἀναλογική μαστογραφία (μέ μικρές διακυμάνσεις ἀνάλογα μέ τόν κατασκευαστή)

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2854416/

μέ ἀποτέλεσμα ἡ μέση δόση ἀκτινοβολήσεως τοῦ ἀδένα τοῦ μαστοῦ νά εἶναι περίπου 0,37 mSv. Ἄν ὑπολογίσουμε ὅτι περίπου 5-10 % τῶν γυναικῶν θά χρειασθοῦν, λόγω τῶν μαστογραφικῶν εὑρημάτων, κάποιες συμπληρωματικές λήψεις (μεγεθυντικές, ἐντοπιστικές) ἡ μέση δόση αὐξάνεται σέ 0,39 – 0,52 mSv ἀνά μαστογραφία.

Ἡ δόση αὐτή ἰσοδυναμεῖ μέ ἔκθεση περίπου δύο μηνῶν στήν ἀκτινοβολία πού δεχόμαστε ἀπό τό περιβάλλον. Ὑπάρχει ὅμως μία παράμετρος πού αὐξάνει τήν βιολογική δράση αὐτῆς τῆς σχετικά μικρῆς δόσεως ἀκτινοβολίας καί ἡ ὁποῖα συνήθως ἀγνοεῖται, ἄν καί εἶναι πολύ σημαντική. Ἡ παράμετρος αὐτή, πού ἔχει μεγάλη σημασία στήν ἀξιολόγηση τῶν βιολογικῶν βλαβῶν ἀπό τίς διάφορες μορφές ἀκτινοβολίας, εἶναι ἡ γραμμική μεταβίβαση ἐνέργειας LET (linear energy transfer), πού ἐκφράζει τήν ἐνέργεια πού ἀπελευθερώνεται κατά τήν διάβαση τῶν ἀκτίνων μέσα ἀπό τούς ἱστούς. Οἱ ἀκτινοβολίες μέ ὑψηλή LET εἶναι πιό βλαβερές γιά τά κύτταρα ἀπό τίς ἀκτινοβολίες ἴσης δόσης μέ χαμηλή LET. Αὐτό συμβαίνει διότι οἱ πρῶτες μεταφέρουν τήν ἐνέργειά τους σέ ἕνα μικρό τμῆμα τοῦ κυττάρου, μέ συνέπεια ἡ βλάβη πού προκαλοῦν νά εἶναι πιό δύσκολο νά ἐπισκευασθεῖ ἀπό τό κύτταρο, ἐν συγκρίσει μέ τήν διάχυτη βλάβη πού προκαλοῦν οἱ ἀκτινοβολίες μέ χαμηλή LET.

Οἱ ἀκτῖνες-Χ πολύ χαμηλῆς ἐνέργειας πού χρησιμοποιοῦνται στίς μαστογραφίες (26-30 kV) ἔχει βρεθεῖ ὅτι, προκαλοῦν τουλάχιστον δύο (ἴσως καί περισσότερες) φορές περισσότερες γονιδιακές βλάβες ἀνά μονάδα δόσης, ἀπό τίς ἀκτῖνες-Χ ὑψηλῆς ἐνέργειας (80 -120 kV).

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/21797809

Πολλαπλᾶ πειραματικά δεδομένα ἔχουν δείξει ὅτι οἱ ἀκτῖνες-Χ πολύ χαμηλῆς ἐνέργειας προκαλοῦν αὐξημένες χρωμοσωματικές ἀνωμαλίες http://www.researchgate.net/publication/49787001_Induction_of_incomplete_and_complex_chromosome_aberrations_by_30_kVp_X_rays

καί αὐξημένο βαθμό μεθυλιώσεως τοῦ DNA.

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/24723241

Αὐτό ἀποδίδεται στό ὅτι ἡ διείσδυση τῶν φωτονίων χαμηλῆς ἐνέργειας στούς ἱστούς συνοδεύεται ἀπό μεγαλύτερη Γραμμική Μεταβίβαση Ἐνέργειας (LET)  ἀπ’ ὅ,τι τά φωτόνια ὑψηλῆς ἐνεργείας, λόγω κινητοποιήσεως  δευτεροπαθῶν ἠλεκτρονίων πού κινοῦνται πιό ἀργά.

http://www.jstor.org/discover/10.2307/3580692?uid=3738128&uid=2&uid=4&sid=21103872327261

Τό  ἀποτέλεσμα εἶναι νά προκαλοῦν σοβαρώτερες βιολογικές βλάβες (ὀγκογενετικούς μετασχηματισμούς, ὅπως μεταλλάξεις καί ἀπαλείψεις τμημάτων DNA). http://www.healthyconcept.com/pdf/routinescreeningmammography.pdf

Αὐτό ἔχει ἀποδειχθεῖ πειραματικά καί σέ ζῶα (in vivo), ὅπου ἡ μειωμένη ἐνέργεια τῶν φωτονίων συνοδεύθηκε ἀπό αὔξηση τοῦ  συντελεστή σχετικῆς βιολογικῆς δραστικότητος (RBE), http://www.bioone.org/doi/abs/10.1667/RR2183.1,

προκαλώντας αὐξημένη καρκινογένεση

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/11754647

Οἱ βλάβες αὐτές πιθανόν νά εἶναι μεγαλύτερες σέ γυναῖκες μέ ἐπιβαρυμένο οἰκογενειακό ἱστορικό, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἤδη ἐλαττωμένη ἱκανότητα ἐπιδιορθώσεως γονιδιακῶν βλαβῶν http://www.birpublications.org/doi/pdfplus/10.1259/bjr/21958628

Λόγω αὐτῶν τῶν εὑρημάτων μάλιστα, ἔχει προταθεῖ γιά αὐτές τίς γυναῖκες νά μήν ξεκινοῦν τόν μαστογραφικό ἔλεγχο πολύ νωρίς καί νά γίνεται μόνο μία μαστογραφική λήψη (profil) στόν κάθε μαστό, ἀντί τῶν δύο. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/21797809.

Ἡ ἐπιβλαβής δράση τῆς ἀκτινοβολίας στόν μαστό ἀποδεικνύεται ἐπί πλέον ἀπό τόν αὐξημένο κίνδυνο ἐμφανίσεως καρκίνου μαστοῦ στίς γυναῖκες οἱ ὁποῖες ὑπεβλήθησαν σέ ἀκτινοθεραπεία σέ ἡλικία 10 – 30 ἐτῶν γιά ἀντιμετώπιση λεμφώματος. Ἡ δόση τῆς ἀκτινοβολίας πού χρησιμοποιεῖται στήν ἀκτινοθεραπεία μετρᾶται σε gray (Gy) καί κυμαίνεται ἀπό 60 – 80 Gy γιά τούς στερεούς ἐπιθηλιακούς ὄγκους καί ἀπό 20 – 40 Gy γιά τά λεμφώματα. Ὁ κίνδυνος εὑρίσκεται αὐξημένος ἤδη 8 ἔτη μετά τήν ἀκτινοθεραπεία καί φθάνει τό 29% γιά μιά γυναῖκα 55 ἐτῶν πού ἔχει ἀκτινοβοληθεῖ μέ 40 Gy. Πρέπει νά ἀναφέρουμε (πολύ ἐπιγραμματικά ἐδῶ, διότι τό θέμα τοῦ κινδύνου ἀναλύεται σέ ίδιαίτερη παράγραφο), ὅτι ὁ κίνδυνος νά ἀναπτύξει μία γυναῖκα καρκίνο μαστοῦ μέχρι τήν ἡλικία τῶν 90 ἐτῶν ὑπολογίζεται σέ 12.7%.

Ἡ ἀξονική τομογραφία θώρακος καί ἄνω κοιλίας εἶναι ἐπιπρόσθετες πηγές μερικῆς ἀκτινοβολήσεως τῶν μαστῶν.

http://pubs.rsna.org/doi/full/10.1148/radiol.10100570

Ἡ τομοσύνθεση εἶναι ἕνα εἶδος ἀξονικῆς τομογραφίας τοῦ μαστοῦ (3D τομογραφία). Ἡ μέση δόση ἀκτινοβολήσεως τοῦ ἀδένα τοῦ μαστοῦ (mean glandular dose) στήν 3D τομογραφία εἶναι κατά 34% μεγαλύτερη από τήν δισδιάστατη ψηφιακή μαστογραφία, γιά τό ἴδιο μέσο πάχος συμπιεσμένου μαστοῦ.

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/22711250

Συμπεράσματα

  • Ὁ σκοπός τοῦ συστηματικοῦ ἐλέγχου τοῦ μαστοῦ εἶναι ἡ μείωση τῆς θνητότητος ἀπό τόν καρκῖνο τοῦ μαστοῦ καί ὄχι ἁπλῶς ἡ διάγνωση καρκίνων μέ τήν μαστογραφία
  • Ἡ μαστογραφία «ἀνακαλύπτει» κάποιους πρώϊμους καρκίνους ἀλλά πολλοί ἀπό αὐτούς δέν εἶναι δυνητικά θανατηφόροι καί ἡ διάγνωσή τους προκαλεῖ ἄσκοπη ἀνησυχία. Ἄν ὅλα τά πορογενῆ, ἐντοπισμένα καρκινώματα τοῦ μαστοῦ (DCIS) πού βρίσκαμε μέ τήν μαστογραφία ἐξελίσσονταν πρός διηθητικούς καρκίνους, θά περιμέναμε ἐλάττωση τῆς ἐπίπτωσης τοῦ διηθητικοῦ καρκίνου τοῦ μαστοῦ μέ τήν ἐτήσια ἐφαρμογή μαστογραφίας. Τέτοιο εὕρημα ὅμως δέν ἔχει παρατηρηθεῖ
  • Ἡ κλινική ἐξέταση τοῦ μαστοῦ ἔχει μεγαλύτερη πιθανότητα νά «διαγνώσει» δυνητικά θανατηφόρους καρκίνους
  • Ἡ μεγάλη Καναδική μελέτη ὑποστηρίζει ὅτι ἡ διάγνωση μέ τήν μαστογραφία καρκίνων πού δέν εἶναι ψηλαφητοί, δέν ἐπηρεάζει τήν θνητότητα ἀπό καρκῖνο τοῦ μαστοῦ
  • Ὁ παράγων ἀκτινοβολήσεως τοῦ μαστοῦ μέ τήν μαστογραφία δέν εἶναι ἀμελητέος
  • Ὁ κίνδυνος ἀπό τήν μαστογραφία δέν φαίνεται νά εἶναι σημαντικός σέ γυναῖκες ἡλικίας 50 -70 ἐτῶν πού κάνουν μαστογραφία κάθε τρία χρόνια
  • Ὑπολογίζεται ὅτι σέ 11% τῶν μαστογραφιῶν πληθυσμιακοῦ ἐλέγχου «διαγιγνώσκονται» παθολογικά εὑρήματα, ὅμως μόνο στό 3% ἀπό αὐτές ὑπάρχει καρκῖνος μαστοῦ. Ὁ κίνδυνος ψευδῶς θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν εὑρημάτων εἶναι μεγαλύτερος σέ μαστογραφικῶς πυκνούς μαστούς.

Ἡ μαστογραφική πυκνότης τοῦ μαστοῦ εἶναι μικρότερη στήν πρώτη φάση τοῦ κύκλου. Γιά νά ἐλαττωθεῖ ὁ κίνδυνος ψευδῶς θετικῶν εὑρημάτων, οἱ γυναῖκες πρέπει νά ἐπισκέπτονται μαστογραφικά κέντρα μέ μεγάλη ἐμπειρία, στά ὁποῖα τό ποσοστό ἐπαναληπτικῶν μαστογραφικῶν λήψεων εἶναι κάτω ἀπό 10%. Πρέπει ὁπωσδήποτε νά γίνεται σύγκριση μέ προηγούμενες μαστογραφίες.

http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3157308/