Οἱ λεμφαδένες εἶναι ὄργανα τοῦ δικτυοενδοθηλιακοῦ συστήματος τοῦ σώματος. Εὑρίσκονται διασκορπισμένοι σέ ὅλους τούς ἱστούς καί ἀριθμοῦν περί τούς ἐννιακόσιους (900).

Οἱ λεμφαδένες περιέχουν λεμφοκύτταρα τά ὁποῖα ἀντιδροῦν ὅταν ἔρθουν σέ ἐπαφή μέ ἀντιγόνα – εἰσβολεῖς πού εἰσέρχονται στόν ὀργανισμό μέσῳ τοῦ δέρματος καί τοῦ γαστρεντερικοῦ σωλῆνα, προκαλώντας διόγκωση τῶν λεμφαδένων (λεμφαδενοπάθεια). Ψηλαφητοί λεμφαδένες ἀνευρίσκονται σέ ποσοστό 38% – 45% στήν παιδική ἡλικία καί ὀφείλονται στήν ἐπαφή τῶν παιδιῶν με ἀντιγόνα. Οἱ λεμφαδένες αὐτοί ἀτροφοῦν προοδευτικά στήν ἐφηβεία. Γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια συχνά ὀφείλεται σέ λοιμώδη μονοπυρήνωση, κυτταρομεγαλοϊό καί λοίμωξη τοῦ ἀνωτέρου ἀναπνευστικοῦ. Ἐντοπισμένη διόγκωση (λεμφαδενίτιδα) συνήθως ὀφείλεται σέ λοίμωξη ἀπό σταφυλόκοκκο ἤ β – αἱμολυτικό στρεπτόκοκκο.

Σπάνια αἰτία λεμφαδενοπάθειας ἀποτελεῖ ὁ καρκῖνος. Γενικευμένη διόγκωση προκαλεῖ ἡ λευχαιμία καί τό νευροβλάστωμα στά παιδιά καί τό λέμφωμα Hodgkin στούς ἐνήλικες.

Ἡ μασχαλιαῖα λεμφαδενίτιδα εἶναι μία ἐντοπισμένη διόγκωση τῶν λεμφαδένων τῆς μασχάλης. Συνήθως ὀφείλεται σέ καλοήθη αἴτια ὅπως ἀντίδραση σέ ἐπιμολύνσεις – ξύρισμα μασχάλης – ἤ ἀντίδραση σέ ἀποσμητικά πού περιέχουν ἀλουμίνιο.

Ἀντιδραστική λεμφαδενίτιδα μπορεῖ να ὀφείλεται και σέ ἐμβολιασμό στόν σύστοιχο βραχίονα. Προφανής λεμφαδενίτιδα σέ ποσοστό ἄνω τοῦ 90 % παρατηρήθηκε πρόσφατα μετά τόν ἐμβολιασμό μέ ἐμβόλια mRNA (προσωπική ἐμπειρία).

Ἄλλα αἴτια ἐντοπισμένης διογκώσεως μασχαλιαίων λεμφαδένων ἀποτελοῦν ἡ τοξοπλάσμωση, ἡ νόσος δήγματος γαλῆς, ἡ βρουκέλλωση καί τό λέμφωμα non-Hodgkin.