Ἁπλές κύστεις μαστοῦ
Ἡ κατακράτηση ὑγρῶν στόν μαστό ἐκδηλώνεται μέ τήν παρουσία κύστεων. Αὐξημένη κατακράτηση ὑγρῶν παρατηρεῖται φυσιολογικά στήν δεύτερη φάση τοῦ κύκλου τῶν ἐμμηνορρυσιακῶν γυναικῶν, λόγῳ ἐκκρίσεως ἀπό τίς ὠοθῆκες προγεστερόνης ἡ ὁποῖα προκαλεῖ τήν κατακράτηση ὑγρῶν. Ἐπί μή ἐγκυμοσύνης, ἐπέρχεται πτώση τοῦ ἐπιπέδου τῆς προγεστερόνης μέ τήν ἔμμηνο ρύση καί ἀπορρόφηση τῶν κύστεων.
Αὐξημένη ἐμφάνιση κύστεων παρατηρεῖται ἐπίσης κατά τήν περιεμμηνοπαυσιακή φάση (μεταβολές τῆς περιοδικότητος τῶν κύκλων) λόγῳ διαταραχῆς τῆς ἀναλογίας οἰστρογόνων / προγεστερόνης. Ἡ ὑπερηχογραφική εἰκόνα εἷναι χαρακτηριστική (διάσπαρτες ἁπλές μικροκύστεις).
Οἱ ἁπλές κύστεις μπορεῖ νά εἷναι μονήρεις ἤ πολλαπλές, μικρές ἤ μεγαλύτερες. Ἐμφανίζουν λεπτό, σαφῶς περιγεγραμμένο τοίχωμα και καθαρό περιεχόμενο. Σέ κάθε περίπτωση πρόκειται περί μίας ἐντελῶς καλοήθους καταστάσεως, ἡ ὁποῖα μάλιστα διαγιγνώσκεται πολύ εὐκολώτερα ὅταν ἡ κλινική ἐξέταση γίνεται μέ ὑπερηχογραφική ὑποβοήθηση. Μέ τήν βοήθεια τοῦ ὑπερηχογράφου, ἡ διαγνωστική παρακέντηση μίας ἁπλῆς κύστεως καθίσταται περιττή. Παρακέντηση στίς ἁπλές κύστεις ἐφαρμόζεται μόνο στήν περίπτωση μίας μεγάλης κύστεως ἡ ὁποῖα προκαλεῖ ἔντονη δυσφορία στήν γυναῖκα.
Οἱ ἁπλές κύστεις τοῦ μαστοῦ συνήθως ἀπορροφῶνται ἀφ’ ἑαυτῶν στήν ἐμμηνὀπαυση.
Ἐπιπλεγμένες κύστεις μαστοῦ
Ὅταν οἱ κύστεις ἐμφανίζουν περιεχόμενο, ὀνομάζονται ἐπιπλεγμένες ἤ σύμπλοκες κύστεις. Ἐκτός ἀπό την περίπτωση τῆς συρροῆς πολλαπλῶν ἁπλῶν κύστεων πού χαρακτηρίζονται ἀπό τήν παρουσία λεπτῶν διαφραγμάτων στό ἐσωτερικό μίας μεγαλύτερης κύστεως, κάθε περιεχόμενο κύστεως ἀντιμετωπίζεται μέ ἰδιαίτερη προσοχή.
Τό περιεχόμενο αὐτό ἀφορᾶ εἴτε τήν παρουσία κυττάρων, πρωτεϊνῶν καί κρυστάλλων χοληστερόλης, εἴτε τήν παρουσία συμπαγῶν μορφωμάτων σέ ἐπαφή μέ τό τοίχωμα τῆς κύστεως (ἐνδοκυστικό θήλωμα ἤ καρκίνωμα).
Ἡ λεπτομερής ὑπερηχογραφική μελέτη τῶν καταστάσεων αὐτῶν μᾶς προσφέρει μεγάλη βοήθεια στήν διαφορική διάγνωση (μελέτη ἀγγείωσης τοῦ μίσχου, τεχνικές μελέτης τῆς μετάδοσης τῶν θωρακικῶν κραδασμῶν κατά τήν ὁμιλία – fremitus).
Ἐάν κριθεῖ ἀπαραίτητο πραγματοποιεῖται διαγνωστική παρακέντηση καί κυτταρολογική ἐξέταση τοῦ ἀναρροφουμένου ὑγροῦ, ἤ καί βιοψία δι’ εὑρείας βελόνης τοῦ συμπαγοῦς στοιχείου τῆς κύστεως.