Ἡ άντιμετώπιση καί ἡ πρόγνωση τοῦ μελανώματος βασίζονται στό πάχος τῆς πρωτοπαθοῦς ἑστίας καί τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι μεταστάσεων στούς ἐπιχώριους (πλησιέστερους) λεμφαδένες.
Ἡ μετάσταση στούς ἐπιχώριους λεμφαδένες ἀκολουθεῖ μία καθωρισμένη σειρά καί λαμβάνει χώραν κατά διαδοχικό τρόπο. Ἡ παρατήρηση αὐτή ἀνέδειξε ὡς ἀξιόπιστη διεγχειρητική μέθοδο ἐκτιμήσεως τῆς καταστάσεως τῆς συνολικῆς λεμφαδενικῆς δεξαμενῆς, τήν ἐξέταση τοῦ λεμφαδένα-φρουροῦ (sentinel node) ὁ ὁποῖος, κατά συνθήκη, εἶναι ὁ λεμφαδένας στόν ὁποῖο φθάνουν τά πρῶτα μεταστατικά κύτταρα.
Ἡ μέθοδος ἀναζητήσεως καί ἱστολογικῆς έξετάσεως τοῦ λεμφαδένα-φρουροῦ προσφέρει μία ἀξιόπιστη ἐνδιάμεση λύση μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεραπευτικῆς λεμφαδενεκτομῆς (ἀφαιρέσεως δηλαδή ὅλων τῶν ἐπιχωρίων λεμφαδένων, μόνον ἐφ΄ὅσον αὐτοί εἶναι ψηλαφητοί κατά τήν στιγμή τῆς χειρουργικῆς ἐπεμβάσεως) καί τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς ἐκλεκτικῆς λεμφαδενεκτομῆς (ἀφαίρεση ὅλων τῶν ἐπιχωρίων λεμφαδένων σέ κάθε περίπτωση). Ἡ ἰσχύς τῆς μεθόδου τοῦ λεμφαδένος-φρουροῦ καθίσταται πιό φανερή σέ περιπτώσεις ὅπου ἡ πρωτοπαθής ἑστία τοῦ μελανώματος εὑρίσκεται σέ περιοχές μέ πολλούς ἐπιχώριους λεμφαδένες, ὅπως π.χ, στήν ράχη.
Ἡ μέθοδος τοῦ λεμφαδένα-φρουροῦ ἐφαρμόσθηκε καί ἀναπτύχθηκε ἀρχικά στό μελάνωμα, τήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ ΄90 στήν Ἀμερική. Μία ἀπό τίς πρῶτες ἐπιστημονικές ὁμάδες πού τήν ἐφήρμοσε παγκοσμίως στό νοσοκομεῖο Roswell Park Cancer Institute τῆς Νέας Ὑόρκης ἦταν ὁ Κος Κωνσταντίνος Καρακούσης, στήν ὁποῖα εἶχε τήν τύχη νά μετεκπαιδευθεῖ τήν ἐποχή ἐκείνη καί ὁ γράφων ἰατρός. Ἡ μέθοδος αὐτή ἐφαρμόσθηκε στόν μαστό μερικά χρόνια ἀργότερα, σήμερα δέ ἐφαρμόζεται καί σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις.
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ πρωτοπαθοῦς μελανώματος εἶναι κατ’ ἀρχήν χειρουργική καί ἀποσκοπεῖ στήν ριζική ἐκτομή τοῦ νεοπλασματικοῦ φορτίου τῆς νόσου
Ἡ πρωτοπαθής ἑστία ἀντιμετωπίζεται μέ εὑρεῖα ἐκτομή, ἡ ἔκταση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἀπό τό πάχος τοῦ ὄγκου.
- γιά ὄγκους πάχους μικρότερου τοῦ ἑνός χιλιοστοῦ θεωρεῖται ἀσφαλής ἡ εὑρεῖα ἐκτομή μέ ὑγιές ὅριο ἑνός ἑκατοστοῦ
- γιά μελανώματα πάχους 1-4 χιλιοστῶν ἀσφαλές ὅριο θεωροῦνται τά 2 ἑκατοστά
Ἀντιστοίχως, μελέτες ἀπό τήν Εὐρώπη ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἐκτομή μέ ὅριο ἑνός ἑκατοστοῦ θεωρεῖται ἀσφαλής γιά ὅλα τά μελανώματα πάχους ἴσου ἤ μικρότερου τῶν 2 ἑκατοστῶν. Τό ἀσφαλές ὅριο ἐξαρτᾶται ἐπίσης ἀπό τήν ἀνατομία τῆς περιοχῆς.
Τοπική ὑποτροπή θεωρεῖται κάθε ἐπανεμφάνιση τοῦ ὄγκου σέ ἀπόσταση 3 ἕως 5 ἑκατοστῶν ἀπό τήν ουλή τῆς ἀρχικῆς εὑρείας ἐκτομῆς καί συμπεριλαμβάνει τόσο τίς ἐνδοδερμικές, ὅσο καί τίς ὑποδόριες βλάβες.
Οἱ περιοχικές ὑποτροπές ἔχουν τήν μορφή εἴτε τῶν δορυφόρων ὀζίων (ὑποτροπές σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 3-5 ἑκατοστῶν ἀπό τήν οὐλή τῆς πρωτοπαθοῦς ἐκτομῆς), εἴτε τῶν ἐν μεταβάσει – in transit – μεταστάσεων (ὑποτροπές σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 3-5 ἑκατοστῶν ἀλλά ὄχι πέραν τῶν ἐπιχωρίων λεμφαδένων). Καί οἱ δύο μορφές θεωροῦνται ὅτι εἶναι λεμφογενοῦς ἐπεκτάσεως (μεταστάσεις μέσῳ τῶν λεμφαγγείων) καί ἀπό παθοφυσιολογική ἄποψη ἡ διάκρισή τους εἶναι ἴσως τεχνητή.
Ἀπομεμακρυσμένες μεταστάσεις θεωροῦνται οἱ αἱματογενεῖς μεταστάσεις σέ ἄλλα ὄργανα.